ψηλόλιγνος

ψηλόλιγνος
-η, -ο, Ν
ψηλός και λιγνός, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λιγνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψηλόλιγνος — η, ο ο ψηλός και λιγνός, ο ψηλός και αδύνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέκας — ο, Ν [στέκα] ψηλόλιγνος άντρας σαν στέκα τού μπιλιάρδου …   Dictionary of Greek

  • Λι, Κρίστοφερ — (Christopher Lee, Λονδίνο 1922 –). Βρετανός ηθοποιός. Ψηλόλιγνος, με σπουδαία άρθρωση και με εκφραστικά χαρακτηριστικά προσώπου, συνέδεσε το όνομά του με την αναβίωση στη σύγχρονη εποχή του κινηματογραφικού μύθου του Δράκουλα. Πρωτοεμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • ψηλολέλεκας — ο ο ψηλός και αδύνατος συνάμα, ο ψηλόλιγνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”